• Αρχική
  • Aρχαιολογική έρευνα
  • Αρχιτεκτονική

Αρχιτεκτονική και χωροταξία στην Τούμπα

Ελάχιστα είναι γνωστά για την αρχιτεκτονική και την χωροταξία του οικισμού κατά την ΜΕΧ λόγω της μικρής έκτασης της ανασκαφής αυτής της φάσης.

Οι παλιότερες επιχώσεις που ανήκουν σε υπαίθριο χώρο με κάποιες κατασκευές εντοπίστηκαν λίγο κάτω από την κορυφή, στην άκρη της Τούμπας, ένδειξη ότι η αρχική εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε σε κάποιο φυσικό ύψωμα. Ένα φυσικό κατά πάσα πιθανότητα όρυγμα στη βάση της Τούμπας γέμισε προοδευτικά από τα απορρίμματα της κατοίκησης στη φάση αυτή.

Οι πρώιμες φάσεις της ΥΕΧ αποτελούν μια περίοδο ιδιαίτερης άνθισης για τον οικισμό. Η κατοίκηση απλωνόταν σε διάφορα άνδηρα από τη βάση μέχρι την κορυφή της θέσης. Στο ψηλότερο άνδηρο εντοπίστηκαν τμήματα δύο κτιρίων, το Η και Μ, με στενό δρόμο ενδιάμεσα που οδηγούσε ακόμη ψηλότερα. Οι τοίχοι ήταν πολύ επιμελημένοι, με υψηλή λίθινη κρηπίδα, καλοφτιαγμένα πλιθιά, επιχρισμένα με λεπτόκοκκο πηλό. Στο εσωτερικό υπήρχαν, εστίες και πηλόκτιστοι τετράπλευροι σιροί. Εξωτερικά στη βάση είναι πιθανή η παρουσία περιμετρικού τοίχου μικρού πάχους.

Στο τέλος της φάσης αυτής όλα τα οικήματα του οικισμού περιορίστηκαν στα υψηλότερα άνδηρα της θέσης. Στο μέσον περίπου της πλαγιάς δημιουργήθηκε ένας εντυπωσιακός περίβολος με την βοήθεια ενός συστήματος τοίχων που δημιουργούσαν μια σειρά ορθογώνιων κιβωτίων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο κατά μήκος των ισοϋψών. Τα κιβώτια αυτά είχαν πλάτος 6 μ., ύψος στην εξωτερική πλευρά γύρω στα 3,20 μ. και ήταν γεμάτα με χώμα και οικοδομικά υλικά, δημιουργώντας έτσι μια σημαντικών διαστάσεων συμπαγή κατασκευή τουλάχιστον στα δυτικά και στα νότια άκρα της θέσης. Η θεμελίωση των εγκάρσιων τοίχων των κιβωτίων ακολουθούσε την κλίση της πλαγιάς, αλλά η κορυφή τους μαζί με το εσωτερικό γέμισμα δημιουργούσε μια πλατιά οριζόντια επιφάνεια, η οποία χρησιμοποιούνταν ενίοτε για διάφορες υπαίθριες δραστηριότητες. Στο εξωτερικό μέρος αυτής της κατασκευής περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε πιθανόν προς την κορυφή μέσα από κάποιο άνοιγμα. Το σύστημα αυτό που εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 10ου αιώνα π.Χ. λειτουργούσε ως ανάλημμα για τα ψηλότερα άνδηρα, οριοθετούσε τον οικισμό και έλεγχε την πρόσβαση σε αυτόν.

Η ανασκαφή στην κορυφή της θέσης έχει αποκαλύψει ένα μέρος του οικισμού της περιόδου από τον 13ο μέχρι τις αρχές του 10ου αιώνα π.Χ. Κάποια πολύ αποσπασματικά τμήματα του οικισμού του 6ου και 5ου αι, εντοπίστηκαν επίσης στην ίδια περιοχή.

Η αρχιτεκτονική διάταξη παρέμεινε ίδια από τον 13ο μέχρι τον 10ο αιώνα π.Χ. Ο οικισμός, στην περιοχή που έχει ανασκαφεί, συγκροτείται από πυκνοτοποθετημένα μεγάλα ορθογώνια συγκροτήματα δωματίων με στενούς χαλικόστρωτους δρόμους ενδιάμεσα. Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί στο σύνολο ή σχεδόν στο σύνολό τους τρία τέτοια συγκροτήματα και μικρά τμήματα άλλων έξι τουλάχιστον.

Τα κτίρια του οικισμού ήταν συγκροτήματα που αποτελούνταν από πολλούς χώρους στεγασμένους και μη (εσωτερικές αυλές, φωταγωγοί). Όλα τα κτίρια έχουν κατασκευαστεί με την ίδια τεχνική, δηλαδή λίθινα θεμέλια (από αργολιθοδομή) και πλίνθινη ανωδομή. Τα πλιθιά φαίνεται ότι συχνά κατασκευάζονταν από το πηλώδες χώμα που υπήρχε γύρω από τον οικισμό.

Ένα μόνο κτίριο, το κτίριο Α, έχει ανασκαφθεί μέχρι σήμερα στο σύνολό του και έχει έκταση περίπου 200μ2, ενώ τα υπόλοιπα κτίρια του οικισμού, αν και δεν αποκαλύφθηκαν πλήρως, δε φαίνεται να διέφεραν σημαντικά σε μέγεθος, όπως επίσης και σε οργάνωση ή κατασκευή.

Στο εσωτερικό των κτιρίων εντοπίζονται ενδείξεις ενός πλήθους δραστηριοτήτων, όπως τροφοπαρασκευαστικές (εστίες, φούρνοι, εργαλεία και κατασκευές επεξεργασίας τροφών), υφαντουργική (σφονδύλια και υφαντικά βάρη από όρθιους αργαλειούς), αλιεία (όστρεα, υπολείμματα ψαριών και βαρίδια που χρησιμοποιούνταν στα δίχτυα), μεταλλοτεχνία (χωνευτήρια για το λιώσιμο μετάλλων και μήτρες για μεταλλικά αντικείμενα), επεξεργασία πρώτων υλών και εργαλείων (οστέινα, λίθινα και μεταλλικά εργαλεία για ξυλουργικές εργασίες, για την επεξεργασία δερμάτων, λίθων και λίθινων εργαλείων κτλ). Επιπλέον σε όλα τα κτίρια εντοπίστηκαν ενδείξεις αποθήκευσης (βραχείας ή/και μακράς διάρκειας) σε πίθους, σε σιρούς και απλούς λάκκους, καθώς και σε καλάθια.

Οι πλινθόκτιστοι τοίχοι των οικημάτων πατούσαν συνήθως σε χαμηλό θεμέλιο και ανακατασκευάζονταν στην ίδια ακριβώς θέση για τουλάχιστον τρεις αιώνες, με αποτέλεσμα να διατηρούνται μερικές φορές οι ανακατασκευές αυτές σε ύψος που ξεπερνά το 3μ.

Η φάση του 12 αιώνα π.Χ. είναι αυτή που διατηρείται πληρέστερα και παρέχει τις περισσότερες πληροφορίες για τις δραστηριότητες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό των κτιρίων. Οι φάσεις του 11ου και του 10ου αιώνα έχουν καταστραφεί λιγότερο ή περισσότερο από τη διάβρωση και τις νεότερες παρεμβάσεις. Είναι, ωστόσο, σαφές ότι σε όλο αυτό το διάστημα τα εξωτερικά όρια των κτιρίων παρέμεναν λίγο πολύ σταθερά και μόνο στο εσωτερικό παρατηρούνται μεταβολές στη διάταξη και τη λειτουργία των χώρων.

Παρά το γεγονός ότι κάποιοι από τους τοίχους που κτίστηκαν στην αρχαϊκή περίοδο πατούν ακριβώς πάνω σε τοίχους του 11ου και του 10ου αιώνα, η διάταξη και η οργάνωση των κτιρίων, όπως και η οικοδομική τεχνική, του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ. φαίνεται, παρά την κακή τους διατήρηση, ότι ήταν αρκετά διαφορετική. Είναι πολύ πιθανό ότι για να κτιστούν τα κτίρια της τελευταίας αυτής της περιόδου μεσολάβησαν σημαντικές αποχωματώσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή των οικιστικών λειψάνων των ενδιάμεσων μέχρι το 10 αιώνα περιόδων και την απόρριψή τους στην πλαγιά της θέσης.

Η εικόνα μιας ριζικής αναδιοργάνωσης του οικισμού στη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. προκύπτει και από τα ανασκαφικά στοιχεία των ερευνών της Εφοείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, στην περιοχή γύρω από τη βάση της προϊστορικής τούμπας, όπου αναπτύχτηκε ένας μεγάλος οικισμός, η λεγόμενη Τράπεζα, στη διάρκεια των ιστορικών χρόνων.