• Αρχική
  • Aρχαιολογική έρευνα
  • Οστρεοαρχαιολογία

Oστρεοαρχαιολογικό υλικό

Το οστρεοαρχαιολογικό υλικό της Τούμπας αποτελεί το μεγαλύτερο γνωστό σύνολο από οικισμό της Εποχής Χαλκού στον ελλαδικό χώρο. Η συστηματική ανάκτηση των οστρέων κατά την ανασκαφή και η πληθώρα πληροφοριών από τη μελέτη άλλων κατηγοριών ευρημάτων έδωσαν τη δυνατότητα για την λεπτομερή εξέταση του υλικού σε συγχρονικό και διαχρονικό επίπεδο.

Στόχος της μελέτης ήταν η προσέγγιση του κύκλου ζωής και του πλαισίου κατανάλωσης των οστρέων από το τέλος της Πρώιμης Εποχής Χαλκού έως και την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου.

Το οστρεοαρχαιολογικό υλικό χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη ποικιλία ειδών μαλακίων, κάτι που ταιριάζει με τη θέση του οικισμού κοντά σε ένα πλούσιο υδάτινο περιβάλλον. Σύμφωνα με τα δεδομένα, οι κάτοικοι συνέλεγαν από τις πηγές που βρίσκονταν σε γειτνίαση με τον οικιστικό και παραγωγικό τους χώρο σε συστηματική βάση και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του οικισμού, ενώ στις τελευταίες οικιστικές φάσεις έγινε ιδιαίτερα εντατική. Αυτό σημαίνει ότι η συλλεκτική δραστηριότητα αποτελούσε ένα διακριτό τομέα στις παραγωγικές δομές της γεωργοκτηνοτροφικής κοινότητας, καθώς προσέφερε τροφή και σημαντικές πρώτες ύλες για την παραγωγή διαφόρων προϊόντων, όπως πορφυρή βαφή και κοσμήματα.

Οι κάτοικοι κατανάλωναν μια μεγάλη ποικιλία ειδών μαλακίων, αλλά έδειχναν ιδιαίτερη πρόταση στις μπουρλίθρες (Cerastoderma glaucum), ένα είδος που συνέλεγαν από τις εκβολές των ρεμάτων. Πρόκειται για το βασικό είδος τροφής σε σχέση με τα μαλάκια σε όλη την περιοχή της κεντρικής Μακεδονίας ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο (6500 π.Χ.) και συνεπώς ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των διατροφικών επιλογών της περιοχής. Τα μαλάκια αυτά, όπως και άλλα είδη, τα κατανάλωναν βραστά, ψητά, αλλά και ωμά, ίσως ανάλογα με το μενού και το πλαίσιο της κατανάλωσης της τροφής κάθε φορά. Η κατανάλωση των μαλακίων έγινε πιο εντατική και απέκτησε μεγαλύτερη ποικιλία στις νεότερες φάσεις της Ύστερης Εποχής Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αύξηση της κατανάλωσης του κρέατος ζώων συνιστούν ενδείξεις ότι η κοινότητα της Τούμπας συγκέντρωνε μεγάλες ποσότητες τροφής, που πιθανότατα καταναλώνονταν στο πλαίσιο εορταστικών γευμάτων.

Μία ακόμη όψη της κατανάλωσης των μαλακίων στον οικισμό της Τούμπας αποτελούσε η παραγωγή πορφυρής βαφής. Παρόλο που στον οικισμό δε διασώθηκε η ίδια η πρώτη ύλη ή τα βαμμένα προϊόντα, η παραγωγή της βαφής πιστοποιήθηκε από το μεγάλο όγκο πορφύρων (Hexaplex trunculus) σε θρυμματισμένη κατάσταση. Οι κάτοικοι της Τούμπας παρήγαγαν βαφές σε τόνους του γαλάζιου, του μπλε και του μωβ, που θα προορίζονταν για τη βαφή νημάτων και υφασμάτων, ενώ μπορεί να χρησιμοποιούνταν και για τη διακόσμηση δομικών στοιχείων ή του σώματος. Είναι επίσης πιθανό ότι οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν συγκεκριμένες “συνταγές”, ανάλογα με το πώς ή που θα χρησιμοποιούνταν η βαφή και ποιες αποχρώσεις επιθυμούσαν.

Τα στοιχεία που μαρτυρούν παραγωγή πορφυρής βαφής ανιχνεύθηκαν από τις πρωιμότερες φάσεις κατοίκησης του οικισμού. Πρόκειται για εργαστηριακούς χώρους, οι οποίοι χρονολογούνται στο τέλος της Μέσης Εποχής Χαλκού και καταδεικνύουν την κατά χώραν παρασκευή της βαφής. Η παρασκευή της πορφύρας ήταν μια πρακτική που συνεχίστηκε αδιάλειπτα και με, σχεδόν, αμείωτη ένταση έως και την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Παρόλο που στις νεότερες φάσεις κατοίκησης δεν εντοπίστηκαν ανάλογοι εργαστηριακοί χώροι, η εύρεση θρυμματισμένων οστρέων σε κάθε χώρο υποδεικνύει ότι τα πρώτα, τουλάχιστον, στάδια της εργασίας λάμβαναν χώρα σε οικιακό πλαίσιο. Συνεπώς, σε όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού η παραγωγή της πορφυρής βαφής ήταν μια οικοτεχνική δραστηριότητα μικρής κλίμακας. Είναι πολύ πιθανό ότι αποσκοπούσε στην κάλυψη των αναγκών της κάθε οικιακής ομάδας και γενικότερα της κοινότητας, όπως άλλωστε συμβαίνει και με άλλα “πολυτελή” αγαθά στον οικισμό, όπως η κεραμική μυκηναϊκού ρυθμού και τα μεταλλικά αντικείμενα.

Τέλος, στον οικισμό κατασκευάζονταν οστρέινα τεχνουργήματα, κυρίως προσωπικά αντικείμενα κόσμησης και σπανιότερα κάποια εργαλεία τριβής και κοπής. Ο συνηθέστερος τύπος είναι τα διάτρητα όστρεα των Cerastoderma glaucum, δηλαδή τα κατάλοιπα του βασικού είδους τροφής, αλλά και όστρεα από άλλα είδη, όπως τα δεντάλια, οι κώνοι και οι κυπραίες. Τα τεχνουργήματα αυτά χρησιμοποιούνταν μεμονωμένα ("περίαπτα") ή σε συνθέσεις ("περιδέραια").

Συνεπώς, τα μαλάκια και τα όστρεα χρησιμοποιούνταν στον οικισμό της Τούμπας από όλους τους κατοίκους και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του οικισμού για τη διατροφή και για ποικίλες οικοτεχνικές δραστηριότητες που στόχευαν στην κάλυψη των αναγκών της κοινότητας, και στην κοινωνική και πολιτική της αναπαραγωγή.

Δρ Ρένα Βεροπουλίδου
αρχαιολόγος, ΥπΠοΠαιΘ